-
1 χωριάτης
[хорьатис] ουσ а крестьянин, (μεταφ.) мужик, деревенщина.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωριάτης
-
2 крестьянин
крестьянин м о αγρότης, ο χωριάτης· - ка ж η αγρότισσα, η χωριάτισσα* * *м; ж - крестьянкаο αγρότης, ο χωριάτης -
3 деревенский
деревенскийприл χωριάτικος, ἀγροτικός (сельский) / ἐπαρχιώτικος (о внешности):\деревенский житель ὁ χωρικός, ὁ χωριάτης. -
4 крестьянин
крестьян||инм ὁ ἀγρότης, ὁ χωριάτης, ὁ χωρικός:зажиточный \крестьянин ὁ εὔπορος ἀγρότης· безземельный \крестьянин ὁ ἀκτήμονας ἀγρότης. -
5 балахонник
-а α.(παλ. κ. απλ.) χωριάτης. -
6 деревенский
επ.χωριάτικος, αγροτικός•-ая жизнь χωριάτικη ζωή•
деревенский житель χωρικός, χωριάτης.
-
7 деревенщина
-ы θ. α. κ. θ. (απλ.) περιφρ. χωριάτης, -ισσα (άξεστος, απολίτιστος). -
8 мужичина
-ы α. (απλ.) χωριάτης ρωμαλέος. -
9 сельчанин
-а, πλθ. -чане, -чан α.1. παλ. χωρικός, χωριάτης.2. χωριανός, συχωριανός.
См. также в других словарях:
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
χωριάτης — ο θηλ. χωριάτισσα και χωριάτα 1. αυτός που κατάγεται από χωριό. 2. αγροίκος, άξεστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… … Dictionary of Greek
χωριατεύω — Ν [χωριάτης] φέρομαι σαν απολίτιστος χωριάτης … Dictionary of Greek
χωριατοφέρνω — Ν (αμτβ.) έχω κάπως χωριάτικη συμπεριφορά, φέρομαι σαν χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + φέρνω (πρβλ. μικρο φέρνω)] … Dictionary of Greek
χωριατοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν χωριάτης, μοιάζω σαν χωριάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Vlachs — Vlach ( /ˈvlɑː … Wikipedia
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αγροδίαιτος — ἀγροδίαιτος, ον (Α) αυτός που ζει στους αγρούς, στην εξοχή, χωρικός, χωριάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + δίαιτα] … Dictionary of Greek
αγροικίζομαι — ἀγροικίζομαι, (Α) [ἄγροικος] φέρομαι με τρόπο αγροίκο και ανόητο, είμαι αγενής, άξεστος, χωριάτης … Dictionary of Greek
αρχοντοχωριάτης — ο (θηλ. ισσα, η) 1. ο χωριάτης άρχοντας, ο πλούσιος χωρικός 2. αυτός που προσπαθεί να φαίνεται άρχοντας αλλά δεν μπορεί να κρύψει την ταπεινή καταγωγή του … Dictionary of Greek